- πινέζα
- η, Νμικρό καρφί με πλατύ κεφάλι και λεπτό και κοντό στέλεχος που χρησιμοποιείται κυρίως για τη στερέωση φύλλων χαρτιού ή πλαστικού πάνω σε σανίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. punaise «κοριός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πινέζα — η (λ. γαλλ.), πλατυκέφαλο μικρό καρφί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)